- στιβαρως
- στιβαρῶςστῐβᾰρῶςплотно, крепко
πύκα σ. ἀραρυῖαι πύλαι Hom. — крепко-накрепко сколоченные ворота
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πύκα σ. ἀραρυῖαι πύλαι Hom. — крепко-накрепко сколоченные ворота
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στιβαρῶς — στιβαρός strong adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek